Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2025

Η Τραπεζική δραστηριότητα στην Τραπεζούντα

Η Τραπεζική δραστηριότητα στην Τραπεζούντα
Η Τραπεζική δραστηριότητα στην Τραπεζούντα

1. Η ανάπτυξη της τραπεζιτικής δραστηριότητας

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού τα λιμάνια των παραλίων του Πόντου, σε αντίθεση με το εσωτερικό που παράκμαζε εξαιτίας του κλεισίματος των μεταλλείων, γνώρισαν μεγάλη οικονομική ανάπτυξη. Ένας από τους λόγους ήταν και ότι η Ρωσία απέκλεισε τον εμπορικό δρόμο μέσω του Καυκάσου, και έτσι το εμπόριο της Περσίας διεξαγόταν μέσω της Τραπεζούντας, τουλάχιστον για όσο διάστημα διήρκεσε ο αποκλεισμός (1883-1906). Την ίδια εποχή επίσης αυξήθηκε η γεωργική και βιοτεχνική παραγωγή, δίνοντας τη δυνατότητα για αύξηση των εξαγωγών. Όλη αυτή η οικονομική άνθηση οδήγησε στην ανάπτυξη τραπεζιτικής δραστηριότητας στην περιοχή, με κύρια κέντρα την Τραπεζούντα και την Κερασούντα, και σε μικρότερο βαθμό την Αμισό, που γνώριζε ανάπτυξη από την εξαγωγή καπνού. Έτσι, στην Τραπεζούντα υπήρχαν η Τράπεζα του Καπαγιαννίδη, η Τράπεζα του Φωστηρόπουλου και η Τράπεζα του Θεοφυλάκτου, ενώ λειτουργούσε και υποκατάστημα της Τράπεζας Αθηνών. Στην Κερασούντα υπήρχαν επίσης υποκαταστήματα της Τράπεζας Αθηνών και της Οθωμανικής Τράπεζας, καθώς και η Τράπεζα του Γεωργίου Πισσάνη, ενώ στην Αμισό υπήρχε υποκατάστημα της Τράπεζας Αθηνών. Χαρακτηριστικό για τη λειτουργία των τραπεζιτικών καταστημάτων την εποχή αυτή ήταν ότι είχαν στενή συνεργασία με μεγάλους εμπορικούς οίκους, με αποτέλεσμα να είναι οι κύριοι φορείς του εμπορίου (εισαγωγικού και εξαγωγικού) στην περιοχή πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, κυρίως του εμπορίου με την Περσία και του εμπορίου προς την ενδοχώρα του Πόντου.

2. Τα τραπεζιτικά καταστήματα

Έτσι, η Τράπεζα του Καπαγιαννίδη συνδεόταν με τον ομώνυμο εμπορικό οίκο, ο οποίος ασχολιόταν κατά κύριο λόγο με το εμπόριο των αποικιακών ειδών. Ο Θεοφύλακτος Κωνσταντίνος –μεγάλος ευεργέτης της ελληνορθόδοξης κοινότητας Τραπεζούντας, γνωστός για τη συνεισφορά του στην ανέγερση του Φροντιστηρίου– και ο Α. Λεοντιάδης ήταν οι ιδρυτές και ιδιοκτήτες της ομώνυμης τράπεζας της Τραπεζούντας, ενώ ο Γ. Φωστηρόπουλος, ιδρυτής της πρώτης ελληνικής τράπεζας στον Πόντο, ασχολιόταν και με το εμπόριο. Ήταν δε τόσο ισχυρός ο ρόλος των ελληνικών τραπεζών και των συνδεδεμένων με αυτές εμπορικών οίκων στην οικονομική ζωή του Πόντου, ώστε, σύμφωνα με μαρτυρία του Χρύσανθου, οι ίδιοι οι Τούρκοι έμποροι της πόλης ματαίωσαν την απόφαση των Νεοτούρκων για μποϊκοτάζ των Ελλήνων εμπόρων του Πόντου το 1914 επειδή φοβήθηκαν τα αντίποινα αυτών των τραπεζικών και εμπορικών οίκων.1 Παρόμοια κατάσταση επικρατούσε και στην Κερασούντα· τα τραπεζικά καταστήματα –ιδιαίτερα τα αυτοτελή (όχι τα υποκαταστήματα άλλων τραπεζών)– ήταν συνδεδεμένα με εμπορικούς οίκους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η Τράπεζα του Γ. Πισσάνη που είχε στενούς δεσμούς με τον εμπορικό οίκο Πισσάνη. Ο εμπορικός οίκος Πισσάνη ιδρύθηκε από τον Κωνσταντίνο Πισσάνη και επωφελήθηκε από την παρακμή ενός άλλου μεγάλου εμπορικού οίκου της πόλης, του οίκου Κωνσταντινίδη, για να επεκτείνει τις δραστηριότητές του. Διατηρούσε εμπορικά γραφεία στην Κερασούντα και τη δυτική Ευρώπη. Ιδρυτής της Τράπεζας ήταν ο γιος του Κωνσταντίνου Πισσάνη, Γεώργιος, και διατηρούσε υποκαταστήματα στην Κωνσταντινούπολη και σε ευρωπαϊκές πόλεις.

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2025

Το επενδυτικό ενδιάφερον των Γερμάνων για τα μετάλλεια του Πόντου και της Μικράς Ασίας

Το επενδυτικό ενδιάφερον των Γερμάνων για τα μετάλλεια του Πόντου και της Μικράς Ασίας
Το επενδυτικό ενδιάφερον των Γερμάνων για τα μετάλλεια του Πόντου και της Μικράς Ασίας

Στη Χαλδία του Πόντου, μια περιοχή που από την αρχαιότητα ήταν γνωστή για τα πλούσια τα μεταλλεία της, εργάζονταν κυρίως οι Έλληνες μεταλλουργοί, οι οποίοι ήταν οι μόνοι που γνώριζαν άριστα την τέχνη της μεταλλουργίας και έχαιραν πολλών προνομίων από τους Οθωμανούς, όχι γιατί οι Οθωμανοί ήταν τόσο γενναιόδωροι, αλλά γιατί τα έσοδα από την εκμετάλλευση των στοών ήταν απαραίτητα στην Αυτοκρατορία για τη διεξαγωγή των πολέμων και την κατάκτηση νέων εδαφών. Στα τέλη όμως του 18ου αιώνα και κυρίως στις αρχές του 19ου αι., εξαιτίας της παρακμής των μεταλλείων της Αργυρούπολης, της μητρόπολης-κοιτίδας των μεταλλουργών, αυτοί εξακτινώνονται σε όλο το μικρασιατικό χώρο, μέσα και έξω από τα όρια του ιστορικού Πόντου. Η μετοικεσία τους γίνεται λοιπόν τόσο στα παράλια όσο και στην ενδοχώρα της Μ. Ασίας: από την Κασταμονή μέχρι το Ντιαρμπεκίρ και τη Μεσοποταμία, και από το Ερζερούμ και την Τραπεζούντα μέχρι τη Σεβάστεια, την Άγκυρα το Ικόνιο, ακόμη και μέχρι το Μπαλούκεσερ.

Στόχος των μεταλλουργών ήταν: α) να ανακαλύψουν πλούσιες μεταλλευτικές φλέβες και β) να ιδρύσουν νέους άρτια συγκροτημένους μεταλλουργικούς οικισμούς.

Το γεγονός αυτό αποτέλεσε μία πολύ σημαντική τομή στην ιστορία των μεταλλουργών και των μεταλλείων τους, αφού δημιούργησε μια εντελώς νέα κατάσταση και μια νέα δυναμική όχι μόνο για: α) την Οθωμανική Αυτοκρατορία, (σημαντικά οφέλη από την εκμετάλλευση των μεταλλείων της), αλλά και β) για το σύνολο του Ελληνισμού της Ανατολής, που τονώθηκε και πολλές φορές διασώθηκε μέσω της έντονης οικονομικής δραστηριότητας και της εθνικής δράσης των αρχιμεταλλουργών.

Αυτή την κατάσταση συνάντησαν οι Ευρωπαίοι μετά το 1860, όταν χάρις στις μεταρρυθμίσεις (περίοδος Τανζιμάτ) η οικονομική τους διείσδυση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στον τομέα των μεταλλείων αποτελούσε πια τη νέα πραγματικότητα. Οι Έλληνες μεταλλουργοί μπήκαν μοιραία στο περιθώριο. Κατά τη διείσδυση προηγήθηκαν οι Βρετανοί και οι Γάλλοι, στους οποίους όμως δε θα αναφερθούμε σήμερα. Η γερμανική παρουσία στη Μ. Ασία παρατηρήθηκε ήδη από το β΄ μισό του 19ου αιώνα. Δίχως να έχει όμως τον πρωταγωνιστικό ρόλο και αδικημένη από την εξωτερική πολιτική της εκείνη τη χρονική περίοδο, δραστηριοποιήθηκε ωστόσο με επιτυχία, σε ατομικό κυρίως επίπεδο, δίπλα στην πληθωρική βρετανική και γαλλική παρουσία. Οι ειδικές τεχνικές γνώσεις των Γερμανών «υποχρέωσαν» τους εταίρους των βρετανικών και γαλλικών εταιρειών όχι μόνο να τους προσλάβουν, αλλά και να τους εντάξουν στο διευθυντικό και εξειδικευμένο προσωπικό τους.

Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελούσε η βρετανική εταιρεία The Asia Minor Mining Company, Limited, η οποία (όπως διαβάζουμε στα φυλασσόμενα στο Public Record Office της Βρετανίας έγγραφα) είχε στο ανώτερο προσωπικό της 5 Γερμανούς και 3 Αυστριακούς. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι γερμανική εταιρεία (η Orientalische Bergbau Gesellschaft) ήταν η πρώτη που εξασφάλισε, έστω και για λίγο, ορισμένα από τα μεταλλεία της περιοχής Νικόπολης στη δεκαετία του 1870.

Η συμβολή των Γερμανών στην εκμετάλλευση των μεταλλείων της Μ. Ασίας εκφράστηκε και με άλλους επίσης ενδιαφέροντες και ποιοτικούς τρόπους. Οι γεωλογικές μελέτες τους, για παράδειγμα, αποτέλεσαν αξεπέραστα δείγματα επιστημονικής γραφής στη διεθνή βιβλιογραφία και χάρη σ’ αυτές αναδείχθηκαν οι πλούσιοι μεταλλουργικοί τόποι της Μ. Ασίας. Η άριστη γνώση των μεταλλευτικών δυνατοτήτων της αυτοκρατορίας φαίνεται επίσης ότι χρησιμοποιήθηκε από πολλούς Γερμανούς ως το απαραίτητο εφόδιο για τις επενδυτικές τους προσπάθειες και συνεπώς εξηγεί τη συμμετοχή τους στο μετοχικό κεφάλαιο σημαντικών μεταλλευτικών εταιρειών της Ευρώπης. Άξια αναφοράς είναι, επίσης, η παρουσία και δραστηριοποίηση στα μεταλλεία της Αργυρούπολης του P. Krause, μηχανικού και μεταλλειολόγου, γαμπρού του περίφημου Γερμανού στρατηγού v. der Goltz. Ο Krause έμεινε στην ιστορία ως ο τελευταίος γενικός αρχιμεταλλουργός και διευθυντής των μεταλλείων του Πόντου.

Φυσικά, στη σταδιακή ενδυνάμωση των γερμανικών επενδύσεων συνέβαλε ξεκάθαρα η πολιτική και η διπλωματία εκείνης της περιόδου. Το συνέδριο του Βερολίνου το 1878 αποτέλεσε για τη Γερμανία του καγκελαρίου Βίσμαρκ τη μεγάλη ευκαιρία να διαδραματίσει το ρόλο του ρυθμιστή στις υποθέσεις της Ευρώπης και να ασκήσει με αξιώσεις την πολιτική του οικονομικού επεκτατισμού της στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μέχρι τότε η Γερμανία ήταν η μοναδική χώρα που δεν είχε εγείρει εδαφικές αξιώσεις σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ούτε είχε δημιουργήσει αποικίες σε μουσουλμανικό έδαφος. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία από την πλευρά της, βλέποντας όλες τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να έχουν εγκαταλείψει την αρχή της «διατήρησης της εδαφικής της ακεραιότητας», διείδε ότι η μόνη λύση για να καταστήσει εφικτή την επιβίωσή της, ήταν η προσέγγιση της νέας, ανερχόμενης ιμπεριαλιστικής δύναμης, της Γερμανίας.

Η ουσιαστική συνεργασία μεταξύ Γερμανίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έγινε πραγματικότητα με την άνοδο στο θρόνο της Γερμανίας του Γουλιέλμου Β΄ στα τέλη της δεκαετίας του 1880 και με τη μεγάλη επιτάχυνση που γνώρισε η ανάπτυξη της βιομηχανίας της την ίδια εποχή. Ο Γουλιέλμος Β΄ εγκατέλειψε τη μετριοπαθή πολιτική του Βίσμαρκ και έθεσε άμεσα σε εφαρμογή, την «πολιτική παγκόσμιας εξάπλωσης» (Weltpolitik) που απειλούσε κυρίως τα βρετανικά συμφέροντα. Οι δύο επισκέψεις του Γουλιέλμου Β΄ στην Κωνσταντινούπολη μέσα σε μια δεκαετία (1889 και 1898) έδωσαν στις γερμανικές επενδύσεις και το γερμανικό επεκτατισμό την ώθηση που χρειάζονταν. Η παρουσία του Γερμανού αυτοκράτορα στην Πόλη περιόριζε ή και τερμάτιζε τον απόλυτο έλεγχο της περιοχής από τους Γάλλους και τους Βρετανούς.

Για να γίνει εφικτή η εφαρμογή αυτής της πολιτικής, βασικό μέλημα της Γερμανίας ήταν να εξασφαλίσει το προνόμιο κατασκευής του σιδηροδρόμου της Βαγδάτης, αφού έτσι θα αυξάνονταν οι ανάγκες των γηγενών πληθυσμών και το καταναλωτικό ενδιαφέρον τους. Μια πρώτη συμφωνία σχετικά με το θέμα υπογράφηκε μεταξύ της Deutsche Bank και της οθωμανικής κυβέρνησης το 1899, με την οποία παραχωρούνταν το δικαίωμα κατασκευής της γραμμής Ικονίου - Βαγδάτης στην Εταιρεία Σιδηροδρόμων Ανατολίας (Ottomanische Gesellschaft Anatolischer Eisenbahnen ή εν συντομία Anatolische Eisenbahngesellschaft).

Αρχικά η Deutsche Bank, μαζί με την Würtembergische Vereinsbank, επιδίωξε τη διεθνή συνεργασία και την προσέλκυση και ξένων κεφαλαίων (γερμανο-γαλλο-βρετανικό consortium) για την κατασκευή του έργου. Μετά το 1903 όμως, που έγινε αναθεώρηση της συμφωνίας με τη σύμφωνη γνώμη των Οθωμανών, ο Γερμανός αυτοκράτορας θεώρησε πλέον το σιδηρόδρομο της Βαγδάτης και την επέκτασή του προς τη Βασόρα και τον Περσικό Κόλπο αυστηρά εθνική υπόθεση, αδιαφορώντας για τη δυσαρέσκεια και τις κατηγορίες των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατών, κυρίως της Βρετανίας και της Ρωσίας, που φοβούνταν ότι με το συγκεκριμένο έργο θα απειλούνταν τα δικά τους συμφέροντα στην περιοχή. (Σήμερα βλέπει κανείς στην ασιατική πλευρά της Κωνσταντινούπολης το εντυπωσιακό κτήριο Haydarpasa, το σταθμό-αφετηρία του μεγάλου σιδηροδρόμου για την Βαγδάτη, έργο κι αυτό Γερμανών μηχανικών).

Η χάραξη των σιδηροδρομικών γραμμών συνοδευόταν πάντα από παράλληλες επενδυτικές προσπάθειες. Στόχος ήταν η δημιουργία υποδομών και η κατασκευή έργων άρδευσης και ενέργειας για την παραγωγή πρώτων υλών, καθώς και εξόρυξης μεταλλευμάτων, αφού με βάση την υπάρχουσα συμφωνία, η εταιρεία κατασκευής του σιδηροδρόμου είχε το δικαίωμα διεξαγωγής μεταλλευτικών ερευνών και εργασιών σε ακτίνα 20 χιλιομέτρων από τις γραμμές. Πρέπει βέβαια να τονιστεί ότι ο σουλτάνος δεν θα επέτρεπε ποτέ την κατασκευή σιδηροδρόμου στα εδάφη του, ακόμη και στη Γερμανία με την οποία είχε στενές σχέσεις, αν πίστευε ότι με αυτόν τον τρόπο διευκόλυνε τον έλεγχο της αυτοκρατορίας από τους Ευρωπαίους. Η παρουσία των Γερμανών εξασφάλιζε εύκολους δανεισμούς στην Αυτοκρατορία καθώς και τις πολύτιμες υποδομές που προαναφέραμε, άρα εξασφάλιζε ανάπτυξη εμπορίου και συναλλαγών.

Από τις αρχές του 20ού αιώνα και ιδιαίτερα στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Γερμανία διεκδίκησε με αξιώσεις τον αποκλειστικό έλεγχο των αξιολογότερων φυσικών πόρων της αυτοκρατορίας, κυρίως των μεταλλευτικών όπως το χρώμιο της Κιουτάχειας και της Μάκρης, τον άνθρακα της Ποντοηράκλειας κ.λπ., που ήταν απαραίτητοι για τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς και τον εφοδιασμό της γερμανικής βιομηχανίας και που μέχρι τότε ανήκαν είτε στην οθωμανική κυβέρνηση είτε στους Βρετανούς και τους Γάλλους.

Θα αναφερθούμε σήμερα, έστω και πολύ συνοπτικά, στις προσπάθειες της Γερμανίας να εξασφαλίσει: α) σημαντικό τμήμα του λεκανοπεδίου Ποντοηράκλειας με στόχο τα πλούσια ανθρακοφόρα κοιτάσματά του, β) το Μεταλλείο Ταύρου για τον άργυρο και το μόλυβδο, γ) την Μπάλια για τον αργυρούχο μόλυβδο, και τέλος δ), το μεταλλείο Άργανα, που ήταν ίσως το πλουσιότερο χαλκούχο μεταλλείο στον κόσμο. Τις πολύτιμες πληροφορίες για το θέμα αυτό εντοπίζει κανείς στο Bundesarchiv και ιδιαίτερα στο Zwischenarchiv στο Hoppegarten του πρώην Ανατολικού Βερολίνου, καθώς και στο Politisches Archiv του Υπουργείου Εξωτερικών.

Η οργάνωση αυτού του κράτους, στο οποίο εσείς ζήσατε και ζείτε, είναι εντυπωσιακή ακόμη και στον τομέα των Αρχείων του, τότε (πριν από 100 και πλέον χρόνια) και τώρα φυσικά.

H ανάγκη εξασφάλισης άνθρακα, πολύτιμης δηλαδή καύσιμης ύλης για τη βιομηχανία, τις στρατιωτικές κινήσεις και κατ’ επέκταση την πραγματοποίηση των μελλοντικών σχεδίων της στη Μ. Ασία και την Εγγύς Ανατολή, έφερε τη Γερμανία από τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα στην περιοχή της Ποντοηράκλειας, την οποία εκμεταλλεύονταν κατά κύριο λόγο οι Γάλλοι. Έμπειροι Γερμανοί μηχανικοί πραγματοποιούσαν αποστολές στην Ποντοηράκλεια, για να καταγράψουν την εικόνα των ορυχείων, αλλά και για να εκτιμήσουν τις δυνατότητες δραστηριοποίησης της χώρας τους και τα περιθώρια αντίδρασης και αντιμετώπισης της παγιωμένης γαλλικής επενδυτικής προσπάθειας στα εκεί ανθρακωρυχεία (κυρίως του Ζογκουλντάκ) μέσω της εταιρείας Société anonyme Ottomane d’ Héraclée. Η πρώτη γερμανική μεταλλευτική εταιρεία στην Ποντοηράκλεια ήταν η Hugo Stinnes. Σε μια περίοδο που η Γερμανία κέρδιζε σημαντικό έδαφος σε σχέση με τη Βρετανία και τη Γαλλία στη διεθνή «σκηνή», αυτή η εταιρεία ανέλαβε τον Ιανουάριο του 1914 την εκμετάλλευση των ανθρακωρυχείων στο Κοζλού, μια από τις πλουσιότερες κοιλάδες του λεκανοπεδίου Ποντοηράκλειας, αφού περιείχε περίπου 50 εκατ. τόνους άνθρακα. (Η ποιότητά του μάλιστα συναγωνιζόταν την αντίστοιχη του Cardiff της Ουαλίας).

Η Hugo Stinnes, εταιρεία εκμετάλλευσης ανθρακωρυχείων και ιδιοκτήτρια πλοίων, με έδρα της το Mulheim στο Ruhr της Γερμανίας, ζήτησε να εξασφαλίσει με τη συνεργασία της Deutsche Bank όλα τα υπό εκμετάλλευση ορυχεία της Société anonyme des Charbonnages Réunis de Bender Eregli. Ωστόσο πρωταρχικός στόχος της παρέμενε η απόκτηση της μεταλλευτικής επιχείρησης της γαλλοοθωμανικής Société d’ Héraclée, κάτι που ποτέ δεν κατάφερε. Οι Οθωμανοί, ως άριστοι διπλωμάτες, μολονότι ήταν σύμμαχοι των Γερμανών, δεν ήθελαν να τα χαλάσουν και με τους άλλους, αφού ο καιρός έχει πάντοτε γυρίσματα.

Υπήρχαν όμως και Γερμανοί επιστήμονες, μέλη του κρατικού γερμανικού γεωλογικού ινστιτούτου, που, αδιαφορώντας για τα πολιτικά και στρατιωτικά σχέδια της πατρίδας τους, υποστήριζαν ανοικτά ότι οι επιλογές των αξιωματούχων και των στρατιωτικών στο ζήτημα των ανθρακωρυχείων Ποντοηράκλειας ήταν κάπως βεβιασμένες και πως πριν από την επικείμενη επένδυση, όφειλαν να ορίσουν ποιες στοές τους ενδιέφεραν και να εξετάσουν την πραγματική αξία τους. Η μόνη αξιοσημείωτη τελικά κίνηση της Γερμανίας στην ευρύτερη περιοχή της Ποντοηράκλειας, ήταν η εκμετάλλευση μέσω της εταιρείας Manganerzgesellschaft mbH των πολύτιμων κοιτασμάτων μαγγανίου 8 χλμ. από την Ποντοηράκλεια.

Το Μεταλλείο Ταύρου συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων μεταλλείων εξόρυξης αργυρούχου μολύβδου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Γερμανοί γνώριζαν την ύπαρξη των πλούσιων κοιτασμάτων αργυρούχου μολύβδου στον Ταύρο από πολύ νωρίς, από τα πρώτα χρόνια ίδρυσης του οικισμού και λειτουργίας των στοών του (β΄ τέταρτο 19ου αι.), χάρις στις ταξιδιωτικές αναφορές περιηγητών και ερευνητών που επισκέφθηκαν τη συγκεκριμένη περιοχή, όπως του αυστροούγγρου Gustave de Pauliny (1836) και του P. v. Tschichatschef (1848).

Εξαιρετικά χρήσιμη για την ενημέρωση της γερμανικής κυβέρνησης, όταν αυτή θεώρησε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να διεισδύσει οικονομικά στη Μ. Ασία, αποδείχθηκε επίσης η πληροφόρηση που εξασφάλισε από Γερμανούς στρατιωτικούς-«περιηγητές». Πολύτιμες πληροφορίες η γερμανική κυβέρνηση εξασφάλισε ακόμη από επιστήμονες γεωλόγους, τους οποίους είτε η ίδια απέστειλε είτε μόνοι τους περιδιάβηκαν όλη τη Μ. Ασία ή μέρος αυτής, για να καταγράψουν με κάθε λεπτομέρεια το φυσικό πλούτο της και το βαθμό εκμετάλλευσής του.

Αναφέρουμε για παράδειγμα τις μελέτες των H. H. von Schweinitz και H. Grothe, που επισκέφθηκαν το Μεταλλείο Ταύρου το 1905 και 1906 αντίστοιχα. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή για την αμεσότητά της, τη γλαφυρότητα και το πλήθος των πληροφοριών της είναι η περιγραφή του von Schweinitz κατά την επίσκεψή του στον οικισμό και τις στοές στις 6 Ιουλίου 1905. Παρά το φόρτο της εργασίας τους, οι μεταλλουργοί δέχθηκαν με χαρά την επίσκεψη ενός ξένου. Ήταν συγκινητική η έκφραση της ευγνωμοσύνης τους για το ενδιαφέρον του να τους επισκεφθεί, να μιλήσει μαζί τους και να διαπιστώσει «ιδίοις όμμασι» τον καθημερινό «Γολγοθά» τους για την εξασφάλιση των απαραίτητων αγαθών για την επιβίωσή τους.

Με την πάροδο του χρόνου όμως διαφάνηκε ότι οι επισκέψεις αυτές δεν ήταν τυχαίες. Πίσω από την περιπέτεια της περιπλάνησης και της περιήγησης στην όμορφη, γεμάτη αντιθέσεις Ανατολία, που έδειχναν να απολαμβάνουν οι διάφοροι «παράξενοι ταξιδιώτες», κρυβόταν η συστηματική προσπάθεια της Γερμανίας να συλλέξει πολύτιμο πληροφοριακό υλικό για τον οικισμό και τον πλούτο των στοών του. Παρά την τραγική έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής, που διαπίστωναν στις στοές και στους φούρνους, απορούσαν -και θαύμαζαν συνάμα- με την ικανότητα των ελλήνων μεταλλουργών να εισχωρούν στα έγκατα της γης και με απαρχαιωμένα μέσα να εξορύσσουν το πολύτιμο μετάλλευμα σε μεγάλες ποσότητες και να το τήκουν.

Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Γερμανίας για την συνεκμετάλλευση του Μεταλλείου Ταύρου ξεκίνησαν στις αρχές Μαρτίου του 1917. Την πραγματοποίηση της ερευνητικής αποστολής στο Μπουγά Μαντέν ανέλαβε η γερμανική μετοχική εταιρεία Kriegsmetall Aktiengesellschaft με έδρα της το Βερολίνο. Η συγκεκριμένη εταιρεία ήταν από τους κυριότερους εκφραστές της γερμανικής επενδυτικής προσπάθειας στην περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ενώ ήταν μια ανώνυμη εταιρεία, στην πραγματικότητα «από πίσω της κρυβόταν» το τμήμα πρώτων υλών του γερμανικού υπουργείου Πολέμου (Kriegsrohstoffabteilung), αποτελώντας ουσιαστικά επίσημο «κανάλι» της γερμανικής κυβέρνησης, μέσω του οποίου η τελευταία θα εξασφάλιζε τις απαραίτητες πρώτες ύλες από την Εγγύς Ανατολή . Στις αναφορές που εντοπίσαμε στο Βερολίνο, υπάρχουν άκρως ενδιαφέροντα στοιχεία για τα είδη των στοών και των μεταλλευμάτων τους στο Μεταλλείο Ταύρου, για τις μεθόδους εξόρυξης, τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας και τήξης, τα μεταφορικά μέσα κ.λπ.

Η Γερμανία γνώριζε με κάθε λεπτομέρεια ότι το μεταλλείο της Μπάλιας ήταν ο κύριος τόπος εξόρυξης αργυρούχου μολύβδου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ο σημαντικότερος μεταλλευτικός της τόπος. Οι γερμανοί αξιωματούχοι και ερευνητές είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν, την τελευταία τουλάχιστον εικοσαετία πριν από την έναρξη του πολέμου, τους αξιόλογους ρυθμούς ανάπτυξης και παραγωγής, που το μεταλλείο παρουσίαζε χάρις στις εργασίες και τις σύγχρονες εγκαταστάσεις της γαλλοοθωμανικής εταιρείας Balia-Karaidin. Οι ανάγκες επίσης της Γερμανίας σε μόλυβδο, ιδιαίτερα στην περίοδο του πολέμου, έφθαναν τους 6.000 τόνους μηνιαίως (1.000 τόνοι απαιτούνταν μόνο για τις μπαταρίες των υποβρυχίων της), ποσότητα την οποία δεν μπορούσε να καλύψει η εγχώρια παραγωγή. Ήταν δεδομένο και έκδηλο, επομένως, το ενδιαφέρον της Γερμανίας να αποκτήσει τον έλεγχο του μεταλλείου με την πρώτη ευκαιρία.

Το Νοέμβριο του 1916 υψηλόβαθμα στελέχη της KMA πήγαν στο μεταλλείο της Μπάλιας, για να λάβουν τα αναγκαία μέτρα περαιτέρω ανάπτυξης της επιχείρησης. Στο πλαίσιο της προσπάθειας ανάπτυξης του μεταλλείου της Μπάλιας οι Γερμανοί πραγματοποίησαν λεπτομερή έρευνα σ’ αυτό και στην ευρύτερη περιοχή του με το δρ. γεωλογίας Fliegel και τον υπολοχαγό Wencker. Τα πορίσματά τους από τη σύντομη παραμονή τους και τη γεωλογική έρευνά τους στο μεταλλείο ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο τη θετική πια άποψη των Γερμανών για την αξία του και για την αναγκαιότητα να επιδιώξουν με κάθε τρόπο την ανάληψη της εκμετάλλευσής του. Οι ειδικευμένοι εργάτες των στοών, που το μεταλλείο της Μπάλιας διέθετε, ήταν μόνο 60. Επομένως, σύμφωνα με τον υπολογισμό, απαιτούνταν άλλοι 190 και μάλιστα νεαρής ηλικίας, για να αντέχουν στη μεγάλη θερμοκρασία και στις δύσκολες συνθήκες εντός των στοών. Εκείνη όμως τη χρονική στιγμή ήταν πολύ δύσκολο να εξασφαλιστεί ένας τόσο μεγάλος αριθμός νέων εργατών, αφού όλοι είχαν επιστρατευθεί για τις ανάγκες του πολέμου. Για το ζήτημα της έγκαιρης εύρεσης προσωπικού η KMA είχε αποστείλει ήδη από τις αρχές Ιανουαρίου 1917 στο υπουργείο Πολέμου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ονομαστικό κατάλογο 686 στρατιωτών, που λίγα χρόνια πριν ήταν μεταλλουργοί στην Μπάλια. Η KMA ζητούσε ουσιαστικά την ανάκληση όλων των στρατιωτών, κάτι που αποδείχθηκε όμως πρακτικά αδύνατο.

Δύο μήνες και πλέον μετά την επίδοση του ονομαστικού καταλόγου και παρά τις υποσχέσεις και τις διαβεβαιώσεις της οθωμανικής στρατιωτικής διοίκησης, είχαν ανακληθεί μόνο 50 άνδρες, από τους οποίους οι 20 ήταν μεταλλουργοί. Άλλοι 100 αναμένονταν να συγκεντρωθούν στην Κωνσταντινούπολη, αριθμός που απείχε πολύ από το σύνολο των απαιτούμενων εργατών. Είχε ουσιαστικά ατυχώς αγνοηθεί η βασικότερη παράμετρος: η δυσκολία εντοπισμού των συγκεκριμένων μεταλλουργών, γιατί βρίσκονταν διασκορπισμένοι στα διάφορα πεδία των μαχών και στις παραμεθόριες περιοχές της αυτοκρατορίας. Ειδικότερα, η συντριπτική πλειοψηφία των μεταλλουργών -οι περισσότεροι από αυτούς ήταν Έλληνες - είχε επιστρατευθεί στα γνωστά «τάγματα εργασίας» για την κατασκευή σιδηροδρόμων και οδικού δικτύου, οπότε ήταν αδύνατο να ανακληθούν στο μεταλλείο της Μπάλιας.

Το χαλκούχο μεταλλείο Άργανα, γνωστό και ως Pakir ή Bakιr maden ήταν στην περιοχή του Ντιαρμπεκίρ, και υπήρξε από τα πιο σημαντικά μεταλλεία χαλκού στον κόσμο, και γι’ αυτό το λόγο ήταν ένας από τους βασικότερους επενδυτικούς στόχους της Γερμανίας. Αυτό προκύπτει κυρίως από τον όγκο των γερμανικών εγγράφων των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, καθώς και από μελέτες γερμανών ερευνητών, που αποκαλύπτουν με λεπτομέρεια κάθε κίνηση των στελεχών του Reich από την πρώτη στιγμή που εισχώρησε στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά ιδιαίτερα όταν αυτό εδραίωσε την παρουσία του μέσα στην αυτοκρατορία λίγο πριν και κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν κοινή συνείδηση σε όλους, ιδιαίτερα στους γερμανούς μεταλλειολόγους και ερευνητές, ότι με καλύτερη διαχείριση στο μέλλον και βελτίωση των εγκαταστάσεων και των εξορυκτικών μεθόδων το μετάλλευμα, που υπήρχε παντού στις γύρω πλαγιές και σε μεγάλη ποσότητα, θα γινόταν αντικείμενο σπουδαίας εκμετάλλευσης και ο οικισμός των Αργάνων θα γνώριζε και πάλι τις παλιές καλές ημέρες ευημερίας και ανάπτυξης.

Η πρώτη γνωστή σε μας επίσκεψη των Γερμανών στο μεταλλείο των Αργάνων μετά την έναρξη του πολέμου πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 1915, στο πλαίσιο ερευνητικής αποστολής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, δηλαδή σε χώρες που είχαν ταχθεί στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων. Στόχος της αποστολής ήταν να εκτιμήσει τις δυνατότητες άμεσης εκμετάλλευσης των μεταλλείων αυτών των περιοχών, καθώς οι ανάγκες του πολέμου καθιστούσαν απαραίτητο τον εφοδιασμό με πρώτες ύλες και κυρίως με χαλκό. Ήταν λογικό επομένως οι Γερμανοί να στραφούν στο περίφημο μεταλλείο των Αργάνων, το οποίο παρά τις απαρχαιωμένες μεθόδους εκμετάλλευσής του, δεν έπαυε να ελκύει το ενδιαφέρον τους. Η ερευνητική αποστολή στο μεταλλείο των Αργάνων το Σεπτέμβριο του 1916, στο πλαίσιο των ερευνών που είχαν προγραμματισθεί και αποφασισθεί από τους γερμανούς αξιωματούχους στη διάρκεια του ίδιου έτους, υπήρξε καθοριστική για την ανάληψη στο συγκεκριμένο μεταλλείο σημαντικών πρωτοβουλιών και δαπανηρών εργασιών για την εκμετάλλευσή του στα επόμενα χρόνια και ιδιαίτερα στη διάρκεια του πολέμου.

Στον τομέα της τήξης των μεταλλευμάτων και των δοκιμών κατεργασίας τους με πυρίτιο οι Γερμανοί επιχείρησαν βελτιώσεις στους υπάρχοντες φούρνους. Ταυτόχρονα ολοκληρώθηκαν οι υπέργειες γεωλογικές δειγματοληψίες και έρευνες, σε αντίθεση με τις έρευνες του υπεδάφους που εξελίσσονταν με πολύ αργούς ρυθμούς. Διάνοιξαν στοές με μεθοδικό και επιστημονικό τρόπο, κατασκεύασαν δρόμους και κατοικίες, εξασφάλισαν τρόφιμα και εξοπλισμό κ.λπ.

Ο Müller-Herrings, επικεφαλής της γερμανικής αποστολής, επισκέφθηκε τη Στρατιά του Καυκάσου στο Elazιğ, για να συναντήσει τον εκεί Οθωμανό στρατιωτικό διοικητή και να εξασφαλίσει εργάτες. Προσκόμισε μάλιστα στοιχεία που του ζητήθηκαν από τους αρμόδιους διοικητές για τον καθένα πρώην εργάτη του μεταλλείου χωριστά, αλλά και για τη θέση του στο στράτευμα. Από τα στοιχεία αυτά προέκυπτε ότι 169 έλληνες (ρωμιοί) κάτοικοι-εργάτες του μεταλλείου είχαν επιστρατευθεί στα τάγματα εργασίας, δημιουργώντας σοβαρότατο πρόβλημα στις εργασίες του μεταλλείου. Συγκεκριμένα, τριάντα πέντε από αυτούς τους μεταλλουργούς έστειλαν επιστολή στη γερμανική αποστολή των Αργάνων το Δεκέμβριο του 1917, εκθέτοντας το παράπονο και τη διαμαρτυρία τους για την απαράδεκτη αντιμετώπισή τους και τον εμπαιγμό που είχαν υποστεί από την οθωμανική κυβέρνηση. «Συνεπεία της κήρυξης του πολέμου κληθήκαμε εδώ και 5 μήνες να υπηρετήσουμε στο στρατό…», έλεγαν χαρακτηριστικά και συνέχιζαν: «Όταν κληθήκαμε να πολεμήσουμε, μας υποσχέθηκαν ότι θα έδιναν στην οικογένεια του καθενός μας 12 κ. δημητριακά κάθε μήνα. Επειδή όμως είμαστε μεταλλουργοί (δεν μας έστειλαν στο μέτωπο), οι οικογένειές μας δεν έλαβαν το σιτάρι, με συνέπεια να πεθαίνουν από την πείνα: με δυο λόγια βρίσκονται σε αξιοθρήνητη κατάσταση…». Παρά την έκκλησή τους για βοήθεια και παρά την ανταπόκριση των Γερμανών, οι οποίοι με τη σειρά τους στράφηκαν για το θέμα στο μουτεσαρίφη της κωμόπολης Άργανα Μαντέν, δεν υπήρξε κανένα θετικό αποτέλεσμα.

Τον Οκτώβριο του 1918 η κατάσταση άλλαξε εντελώς. Η αρνητική εξέλιξη του πολέμου για τη Γερμανία (συνθηκολόγηση) δημιούργησε νέα δεδομένα και στους μεταλλουργικούς τόπους όπου δραστηριοποιούνταν οι γερμανοί μηχανικοί και μεταλλειολόγοι. Συμφωνήθηκε ο τεχνικός εξοπλισμός να παραμείνει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τα αποτελέσματα όμως των δειγμάτων και ό,τι μπορούσε να μεταφερθεί, έπρεπε να σταλούν στη Γερμανία. Η οθωμανική πλευρά, βλέποντας τη δύσκολη θέση στην οποία είχε περιέλθει η Γερμανία, προσπάθησε με κάθε τρόπο να επωφεληθεί της ευκαιρίας, για να αποκτήσει όσα περισσότερα μπορούσε κατά την υποχώρηση της άλλοτε ισχυρής συμμάχου της.

Είναι χρήσιμο, ακόμη, να αναφέρουμε παρενθετικά ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της δραστηριοποίησης της KMA, εκτός της εκτεταμένης έρευνας και των έργων βελτίωσης του μεταλλείου των Αργάνων, καταβλήθηκαν αξιόλογες προσπάθειες για εξέταση του μεταλλεύματος και μεταφορά μικρότερων ή μεγαλύτερων ποσοτήτων στη Γερμανία. Δεν ήταν, δηλαδή, λίγες οι φορές που μαζί με τις ποσότητες εξορυγμένου μεταλλεύματος στέλνονταν και δείγματα χαλκού από καινούριες στοές σε κρατικά εργαστήρια της Γερμανίας (Aachen, Βερολίνο κ.λπ.) ή σε αντίστοιχα γερμανικών εταιρειών, που συνεργάζονταν όμως στενά με το υπουργείο Πολέμου.

Στο ερώτημα ποια από τις Μεγάλες Δυνάμεις κατόρθωσε να εξαργυρώσει τις υπέρογκες πολλές φορές δαπάνες και τις ιδιωτικές ή κρατικές επενδύσεις της στα μεταλλεία, θα απαντούσαμε ότι καμιά δεν αξιοποίησε την ευκαιρία που της δόθηκε στο μέγιστο δυνατό βαθμό.

Φαίνεται πως οι Βρετανοί και κυρίως οι Γάλλοι ήταν πιθανώς οι πιο κερδισμένοι, ευνοημένοι σαφώς από τον περισσότερο χρόνο που είχαν στη διάθεσή τους.

Εκείνοι, που περισσότερο αδικήθηκαν από τις εξελίξεις, ήταν αναμφίβολα οι Γερμανοί, οι οποίοι, μολονότι μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (αρχές του 20ού αιώνα) κατάφεραν να κυριαρχήσουν οικονομικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, δεν μπόρεσαν να υλοποιήσουν τους στόχους τους κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. Η εμμονή τους στην ιδέα ότι ως νικητές του πολέμου θα απολάμβαναν κατά αποκλειστικότητα όλα τα αγαθά της αυτοκρατορίας, τους στοίχισε πολλά όχι μόνο σε ηθικό, αλλά και σε οικονομικό επίπεδο, αφού ξόδεψαν άδικα και άσκοπα χιλιάδες μάρκα. Αδικαιολόγητη παραμένει η ολιγωρία τους στο σχεδιασμό και την εξέταση όλων των πιθανών και απίθανων σεναρίων της εξέλιξης του πολέμου. Έτσι η συντριπτική ήττα τους τελικά στο Μεγάλο Πόλεμο ακύρωσε κοπιώδεις και δαπανηρές προσπάθειες χρόνων.

Μετά τη νίκη της Entente και την επανάκτηση του ελέγχου της αυτοκρατορίας από τους Συμμάχους ένας νέος ανταγωνισμός ξέσπασε μεταξύ τους για την εκμετάλλευση των φυσικών της πόρων. Η εμφάνιση όμως στο προσκήνιο του ηγέτη των Τούρκων Μουσταφά Κεμάλ πασά και η πολιτική που ακολούθησε στην περίοδο 1918-1923 ματαίωσε οριστικά τα σχέδια των συμμάχων για την εκμετάλλευση των πλούσιων μεταλλευτικών πόρων της αυτοκρατορίας, τα οποία περιήλθαν στην κατοχή της. Η υπογραφή, τέλος, της συνθήκης της Λωζάνης και η ανταλλαγή των πληθυσμών ήταν η τρίτη και με βεβαιότητα η σημαντικότερη τομή στην ιστορία των μεταλλουργών και των μεταλλείων τους.

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2025

Με το Δήμαρχο Ρεθύμνου συναντήθηκε το Προεδρείο του νεοσύστατου Συλλόγου Ποντίων Ρεθύμνου «Αροθυμία»

Με το Δήμαρχο Ρεθύμνου συναντήθηκε το Προεδρείο του νεοσύστατου Συλλόγου Ποντίων Ρεθύμνου «Αροθυμία»
Με το Δήμαρχο Ρεθύμνου συναντήθηκε το Προεδρείο του νεοσύστατου Συλλόγου Ποντίων Ρεθύμνου «Αροθυμία»

Το Διοικητικό Συμβούλιο του νεοσύστατου Συλλόγου Ποντίων Ρεθύμνου με την επωνυμία «Αροθυμία», υποδέχθηκε την Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2025 στο γραφείο του ο Δήμαρχος Ρεθύμνης κ. Γιώργης Μαρινάκης.

Στη διάρκεια της συνεργασίας τους δόθηκε η ευκαιρία να συνομιλήσουν για τους στόχους του Συλλόγου και τους λόγους που ενέπνευσαν τη συγκρότησή του.

Η Πρόεδρος κ. Παπαδοπούλου Όλγα επεσήμανε χαρακτηριστικά το νόστο που αισθάνονται οι ποντιακής καταγωγής συμπολίτες για μια πατρίδα την οποία ουσιαστικά δεν γνώρισαν αφού οι περισσότεροι εξ αυτών διαμένουν μόνιμα στο Ρέθυμνο κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους. 

Η Γενική Γραμματέας κ. Σαρηγιαννίδου Άννα, ο Ταμίας κ. Καζαντζής Μιχάλης και το Μέλος κ. Γάσπαρη Ρεβέκκα, υπερθεμάτισαν την τοποθέτηση της Προέδρου, αναφέροντας πως αυτός είναι ένας από τους λόγους που προσδίδει περιεχόμενο στη δράση του Συλλόγου: η διάχυση του πολιτιστικού υπόβαθρου του Πόντου, της παράδοσης και του ιστορικού παρελθόντος του στην τοπική κοινωνία.

Με το Δήμαρχο Ρεθύμνου συναντήθηκε το Προεδρείο του νεοσύστατου Συλλόγου Ποντίων Ρεθύμνου «Αροθυμία»

Ο Σύλλογος λειτουργεί ήδη ομάδα χορού, με συμμετέχοντες όλων των ηλικιών η οποία υπηρετεί τον προαναφερόμενο στόχο μέσα από αφήγηση παραμυθιών, ιστοριών, ζωγραφική, αναφορά στην κουλτούρα των Ποντίων και φυσικά, εκμάθηση ποντιακών χορών.

 Ο Δήμαρχος συγχάρηκε τα Μέλη του Δ.Σ. για την πρωτοβουλία τους, συζήτησε διεξοδικά μαζί τους τις σκέψεις τους και τους πρότεινε ιδέες που θα ενισχύσουν το πνευματικό και πολιτιστικό αποτύπωμα του Συλλόγου στην τοπική κοινωνία.

Επιπλέον, διαβεβαίωσε τα Μέλη της «Αροθυμίας» για την πρόθεση του να στηρίξει τη δράση τους.

Ο κ. Μαρινάκης δέχθηκε ένα συμβολικό δώρο εκ μέρους του Συλλόγου, προσφέροντας τους με τη σειρά του, αντιπροσωπευτικά της κρητικής γλώσσας και ιστορίας έντυπα, ως ανάμνηση της πρώτης θεσμικής επίσκεψής τους στο Δημαρχείο. 

Η ρητορική της άρνησης της Γενοκτονίας και οι διώξεις δημοσιογράφων από την Τουρκία

Η ρητορική της άρνησης της Γενοκτονίας και οι διώξεις δημοσιογράφων από την Τουρκία
Η ρητορική της άρνησης της Γενοκτονίας και οι διώξεις δημοσιογράφων από την Τουρκία

Το Σωματείο Δράσης «Νίκος Καπετανίδης» προσκαλεί τα μέλη και τους φίλους του σωματείου την Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2025, στις 18:00, στην ΕΣΗΕΑ (Ακαδημίας 20), 3ος όροφος, (αίθουσα Γεώργιος Αναστασόπουλος) στην εκδήλωση με θέμα: «Η ρητορική της άρνησης της Γενοκτονίας και οι διώξεις δημοσιογράφων από την Τουρκία»

Στόχος είναι η ανάδειξη του σύγχρονου μηχανισμού άρνησης από την Τουρκία της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και ευρύτερα των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής, καθώς και η ενημέρωση για τις συνεχιζόμενες πιέσεις, διώξεις και εκφοβισμούς που υφίστανται δημοσιογράφοι στην Τουρκία όταν ερευνούν ή αποκαλύπτουν σχετικές υποθέσεις.

Ομιλητές:
- Βασίλης Μειχανετσίδης, Γενοκτονολόγος
- Ουζαΐ Μπουλούτ, δημοσιογράφος
- Στέφανος Μυτιληναίος, δημοσιογράφος
- Σάββας Καλεντερίδης, γεωπολιτικός αναλυτής

Την εκδήλωση θα συντονίσει ο δημοσιογράφος Χρήστος Κωνσταντινίδης.

Χαιρετισμό θα απευθύνει ο δημοσιογράφος της ΕΡΤ3 και πρόεδρος του σωματείου Γιώργος Γεωργιάδης.

Στην εκδήλωση θα βραβευτεί η Ουζάι Μπουλούτ για τον επίμονο αγώνα της για την ανάδειξη του ζητήματος της Γενοκτονίας από την Τουρκία και για την ανθεκτικότητά της στην τουρκική στοχοποίηση.

Η εκδήλωση διοργανώνεται στο πλαίσιο τιμών του σωματείου Δράσης Νίκος Καπετανίδης στην 9η Δεκεμβρίου, Διεθνή Ημέρα Μνήμης και Αξιοπρέπειας των Θυμάτων της Γενοκτονίας και
Πρόληψης του Εγκλήματος αυτού και αποτελεί έναν ακόμα κρίκο στη διαρκή προσπάθεια ανάδειξης της ιστορίας, υπεράσπισης της μνήμης και ενημέρωσης της κοινής γνώμης για ζητήματα που αφορούν στα ανθρώπινα δικαιώματα και στην ελευθερία του Τύπου.

Η είσοδος είναι ελεύθερη.

Χορηγός επικοινωνίας: e-Pontos

Όψεις της σωματειακής οργάνωσης του Ποντιακού Ελληνισμού στην Ελλάδα. Το παράδειγμα των "Αργοναυτών - Κομνηνών"

Το χορευτικό τμήμα του Συλλόγου (1938, αρχείο Συλλόγου)
Όψεις της σωματειακής οργάνωσης του Ποντιακού Ελληνισμού στην Ελλάδα. Το παράδειγμα των "Αργοναυτών - Κομνηνών"

γράφει ο Κυριάκος Στ. Χατζηκυριακίδης

Το παρόν άρθρο αποτελεί θεματικά τη συνέχιση -για την ακρίβεια μια πρώτη προσπάθεια συνέχισης- των σπουδαίων εργασιών της αείμνηστης Κυριακής Μαμώνη. Η άξια εκείνη ερευνήτρια μέσα από την πρωτογενή έρευνα που πραγματοποίησε- συμπαραστάτη της είχε τα τελευταία χρόνια και τη Λήδα Ιστικοπούλου- κατάφερε να «χαρτογραφήσει» την πολύτιμη για την ανάπτυξη όλου του Ελληνισμού της Ανατολής συλλογική οργάνωση είτε στα μεγάλα εμπορικά-αστικά κέντρα, όπως τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη, την Τραπεζούντα, την Καισάρεια και αλλού, είτε στις μικρότερες πόλεις και τα χωριά των παραλίων και της ενδοχώρας της μικρασιατικής γης. Δε θα μπορούσαν όλα τα παραπάνω να εξηγηθούν καλύτερα παρά μόνο μέσα από τις ίδιες τις αράδες που έγραψε η Κυριακή Μαμώνη σε ένα από τα τελευταία της σχετικά άρθρα: «Η σωματειακή οργάνωση του (ποντιακού) ελληνισμού αφενός μεν ενδυνάμωσε τους συνεκτικούς αρμούς (γλώσσα, παιδεία, θρησκεία) που χαρακτηρίζουν τις προηγμένες κοινωνικές ομάδες. Αφετέρου, προσέδωσε στα επιτεύγματα και στις προσπάθειές της τον τύπο της ευγένειας και της ανθρωπιάς». Σκοπός μας είναι, λοιπόν, να «πάρουμε τη σκυτάλη» από τη μεγάλη ερευνήτρια∙ να παρακολουθήσουμε τους Ρωμιούς, τους Έλληνες του Πόντου, αμέσως μετά την «Έξοδο» του 1922.

Ερχόμενοι οι πρόσφυγες στην Ελλάδα συνέχισαν την παράδοση της συλλογικής οργάνωσης, παράδοση που είχε ξεκινήσει αρχικά ως συντεχνιακή περισσότερο στις αρχές του 19ου αι. και εξελίχθηκε σε μία πλούσια δράση (εθνική, κοινωνική και πολιτιστική) στα τέλη του ίδιου αιώνα και κυρίως στις αρχές του 20ού αι. (θυμίζουμε το σύλλογο «Ξενοφών» των τελειοφοίτων και αποφοίτων του Φροντιστηρίου Τραπεζούντος, τον Κεντρικό Εθνικό Σύλλογο ο Περικλής και τον Αθλητικό Σύλλογο «Άτλας» Αμισού, τον Ελληνικό Σύλλογο «η Αναγέννησις» Κοτυώρων, τον Ελληνικό Αθλητικό Σύλλογο «Πόντος» των μαθητών του Κολλεγίου Ανατόλια Μερζιφούντος κ.λπ.)∙ δράσεις που σαφώς μαρτυρούν προηγμένες μορφές πνευματικού και κοινωνικού βίου. Αυτή τη σωματειακή πολιτεία οι πρόσφυγες, στην προκειμένη περίπτωση οι Έλληνες του Πόντου, την προσάρμοσαν στα νέα δεδομένα που δημιούργησε τότε η βίαιη εγκατάλειψη των πατρογονικών εδαφών και η εγκατάστασή τους στον ελλαδικό χώρο.

Η εν λόγω έρευνα ολοκληρώθηκε. Μέσα από τη μελέτη έντυπων πηγών (καταστατικά, λογοδοσίες, επετηρίδες, ημερήσιος και περιοδικός Τύπος, βιβλιογραφία κ.ά.) καθώς και των αρχειακών (πρακτικά συνελεύσεων διοικητικών συμβουλίων, αρχεία συλλόγων κ.λπ.) μπορούμε, ωστόσο, να κάνουμε κάποιες γενικές διαπιστώσεις για τα χαρακτηριστικά της συλλογικής οργάνωσης του Ποντιακού Ελληνισμού στην Ελλάδα μετά το 1922, χαρακτηριστικά που άλλοτε συνυπάρχουν και άλλοτε όχι.

Χαρακτηριστικά που αλλάζουν με το πέρασμα του χρόνου και τις απαιτήσεις της κάθε εποχής. Έτσι, από τα πρώτα κιόλας χρόνια μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών τόσο στα μεγάλα αστικά κέντρα της εποχής (Αθήνα, Πειραιάς, Θεσσαλονίκη), όσο και στην περιφέρεια με έμφαση στη Μακεδονία, όπου εγκαθίσταται η πλειοψηφία των προσφύγων, οι Έλληνες του Πόντου ιδρύουν συλλόγους:
α) ως συνέχεια εκείνων που λειτουργούσαν στις πόλεις και τα χωριά του Πόντου. Ενδεικτικά αναφέρουμε: 1. το περίφημο, μακροβιότερο και δη γυναικείο σωματείο Μέριμνα Ποντίων Κυριών, το οποίο ιδρυμένο το 1904 στην Τραπεζούντα συνεχίζει αδιάλειπτα το εθνικό, φιλανθρωπικό και κοινωνικό έργο του στη Θεσσαλονίκη μέχρι και σήμερα, 2. η Φιλεκπαιδευτική Αδελφότης Κρωμναίων (1869) που επανασυστήθηκε το 1964 στην Καλαμαριά, κ.ά.,
β) σε ανάμνηση της γενέτειρας-ιδιαίτερης πατρίδας: όπως ο Σύλλογος Σανταίων Θεσσαλονίκης «Η Επτάκωμος Σάντα», η Ένωση Ποντίων Ματσούκας, ο Σύλλογος Παφραίων Σιντικής «η Πάφρα» κ.ά.,
γ) για λόγους φιλανθρωπικούς-κοινωνικούς (επίλυση προσφυγικού ζητήματος, αποκατάσταση προσφύγων, συσσίτια και φιλοξενία απόρων παίδων στην περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου, στέγαση φοιτητών και φοιτητριών στη δεκαετία του 1960-1970 κ.λπ.), π.χ. η «Ένωσις Τραπεζουντίων» Αθηνών (τέλη δεκαετίας 1920), ο Σύλλογος Ποντίων Καλλιθέας Αττικής «Η Πρόοδος» (1925), κ.ά.,
δ) για λόγους πνευματικούς-εκπαιδευτικούς. Εξέχουσα θέση έχει η Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, η οποία ιδρυμένη το 1927 από μεγάλες προσωπικότητες του Ποντιακού Ελληνισμού, όπως το μητροπολίτη Τραπεζούντος και κατοπινό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χρύσανθο Φιλιππίδη, τον Θεοφ. Θεοφυλάκτου, τον Άνθ. Παπαδόπουλο, τον Χρυσ. Μυρίδη κ.ά., έθεσε σαφή στόχο της «την περισυλλογή, μελέτη και δημοσίευση γλωσσικού, λαογραφικού και ιστορικού υλικού του Πόντου», κυρίως μέσα από το έγκριτο επιστημονικό περιοδικό «Αρχείον Πόντου». Θα μπορούσαμε, αναντίρρητα, να προσθέσουμε στην κατηγορία αυτή και την Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης, από τα παλαιότερα σωματεία στη Θεσσαλονίκη (1933) με σπουδαία πνευματική δράση κυρίως μεταπολεμικά,
ε) για την ανιστόρηση ιερών μονών-προσκυνημάτων του Πόντου. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις των Σωματείων: Παναγία Σουμελά Θεσσαλονίκης (1951) που ανιστόρησε τη Μονή της Σουμελά στην Καστανιά Βερμίου, Άγ. Γεώργιος Περιστερεώτας Θεσσαλονίκης (1965) που ανιστόρησε την ιστορική ομώνυμη μονή στο Ροδοχώρι Ναούσης στους πρόποδες του Βερμίου,
στ) για τη διατήρηση της μουσικής παράδοσης,
και ζ) για την ανάπτυξη του αθλητισμού, όπως λ.χ. Αθλητικός Σύλλογος Χορτοκοπίου «Ο Πόντος».

Ο Σύλλογος Ποντίων Αργοναύται-Κομνηνοί Καλλιθέας Αττικής αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα συλλογικής-σωματειακής οργάνωσης, που περικλείει, καθ’ όλη τη διάρκεια της μέχρι σήμερα ζωής και πορείας του, σχεδόν όλες τις παραπάνω δραστηριότητες (με εξαίρεση την ανιστόρηση κάποιου ιστορικού προσκυνήματος του Πόντου, μολονότι και σ’ αυτόν τον τομέα πρωτοστάτησε στη διενέργεια εράνων στην περιοχή της Αττικής για την ανέγερση της Μονής Σουμελά στο Βέρμιο).

Διανομή βοηθημάτων στις άπορες οικογένειες της Καλλιθέας (Χριστούγεννα 1943, αρχείο Συλλόγου)

Η ενδιαφέρουσα ιστορία της ίδρυσης του συλλόγου ξεκινάει στα τέλη της δεκαετίας του 1920. Οι σχέσεις και οι «ζυμώσεις» όμως μεταξύ των προσφύγων και οι πολλές και ποικίλες ανάγκες τους στα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους διαμόρφωσαν και καθόρισαν τις συνθήκες εκείνες που οδήγησαν στη σύσταση ενός κοινού συλλόγου Τραπεζουντίων και Κερασουντίων δέκα και πλέον χρόνια μετά την εμφάνιση των πρώτων συλλογικών προσπαθειών τους στην περιοχή της Καλλιθέας.

Συγκεκριμένα, πληροφορούμαστε από τις πηγές ότι πρώτοι έκαναν την αρχή οι Τραπεζούντιοι της Καλλιθέας ήδη από το Νοέμβριο του 1925. Τότε ίδρυσαν το «Σύνδεσμο των εν Καλλιθέα Τραπεζουντίων» με έδρα την Αθήνα. Σκοποί του Συνδέσμου ήταν: α) η με κάθε νόμιμο μέσο επιδίωξη της μόνιμης εγκατάστασης των αστών και των αγροτών μελών του, β) η διαπαιδαγώγησή τους με την οργάνωση αναγνωστηρίου, βιβλιοθήκης, νυκτερινής σχολής, διαλέξεων κ.λπ. και η εν γένει ηθική και υλική αλληλεγγύη προς αυτούς, γ) η προάσπιση των γενικότερων συμφερόντων των προσφύγων. Ο εν λόγω Σύνδεσμος μετωνομάσθηκε λίγα χρόνια αργότερα «Σύλλογος Τραπεζουντίων “Οι Κομνηνοί”» (1932).

Ακριβώς τέσσερα χρόνια μετά την ίδρυση του συνδέσμου των Τραπεζουντίων ακολούθησε ο «Ψυχαγωγικός και Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Ποντίων “ΟΙ ΑΡΓΟΝΑΥΤΑΙ”». Πραγματοποιώντας μία πρώτη συνάντηση την 26η Δεκεμβρίου 1929, αποφασίσθηκε η από καιρό επιθυμητή ίδρυση ποντιακού συλλόγου «αποσκοπούντος την πνευματικήν και κοινωνικήν επικοινωνίαν και προαγωγήν των Ποντίων, κατ’ αρχήν μεν διά της ιδρύσεως Κέντρου συναντήσεως αργότερον δε διά της μετατροπής αυτού εις Λέσχην ποντιακήν, ήτις ομολογουμένως αποτελεί ανάγκην…». Θεωρείται ότι ο σύλλογος βασίσθηκε περισσότερο στους Κερασουντίους της περιοχής. Σ’ αυτό μάλιστα παραπέμπει και η επωνυμία του, καθώς ομώνυμος σύλλογος λειτούργησε στην Κερασούντα πριν από το 1922, μολονότι, τουλάχιστον από τις γνωστές σε μας πηγές, αφενός δε φαίνεται να υπάρχει στενή σχέση μεταξύ των δύο συλλόγων -αποκλείεται επομένως η περίπτωση της επανίδρυσης και επαναλειτουργίας του ίδιου συλλόγου στην Ελλάδα- και αφετέρου στο Καταστατικό του δεν αναφερόταν πουθενά η αποκλειστική προέλευση των μελών του από την πόλη της Κερασούντας. 

Αντίθετα μάλιστα, σύμφωνα με το άρθρο 4, τακτικά μέλη του συλλόγου ήταν οι κατοικούντες στην κοινότητα Καλλιθέας Πόντιοι άνω των 18 ετών, και έκτακτα μέλη οι διαμένοντες Πόντιοι εκτός των ορίων της Κοινότητας καθώς και κάθε άλλος πρόσφυγας ή γηγενής κάτοικος Καλλιθέας. Εκείνο όμως που δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς, παρατηρώντας τον πίνακα των αρχικών μελών του συλλόγου, είναι η μεγάλη συμμετοχή Κερασουντίων -εγγίζει το 45% - και επιπρόσθετα ο πρωταγωνιστικός ρόλος τους στα πρώτα διοικητικά συμβούλια. Επίσης, η πρόταση του εμπνευστή του συλλόγου, Γ. Αλεξανδρίδη, το έτος 1931 «όπως προσφερθή δώρον εις τον κ. Ιασωνίδην πρώτον Πόντιον Υπουργόν, διατελέσαντα άλλοτε εν Κερασούντι μέλος των Αργοναυτών», μας αφήνει το περιθώριο να υποθέσουμε ότι ίσως ο Αλεξανδρίδης να αποτέλεσε τελικά το συνδετικό κρίκο των δύο ομώνυμων συλλόγων σε Κερασούντα και Καλλιθέα. Ίσως να προσπάθησε, με άλλα λόγια, να «συνδέσει» την Κερασούντα με την Καλλιθέα μέσα από τη δημιουργία ενός συλλόγου με την ίδια επωνυμία και την ίδια σοβαρότητα-ποιότητα στη λειτουργία του.

Καταστατικός σκοπός του συλλόγου ήταν: α) η ηθική στήριξη, αλληλεγγύη και πνευματική ανάπτυξη και προαγωγή των μελών του «διά στενωτέρας συναφείας και επικοινωνίας…», μακριά από κάθε πολιτική εμπλοκή ή τοποθέτηση. Για την επίτευξή του απαραίτητη προϋπόθεση ήταν: α) η ίδρυση ιδιόκτητου εντευκτηρίου με την επωνυμία «Λέσχη Ποντίων Οι Αργοναύται», και β) η διοργάνωση εκδρομών, διαλέξεων, θεατρικών παραστάσεων, χορών, ομάδων αθλητικών, ποδοσφαιρικών, προσκοπικών, μουσικών (φωνητικών και ενόργανων) και άλλων συγκεντρώσεων συναφών με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

Οι πρώτες συζητήσεις για συγχώνευση των δύο συλλόγων των Τραπεζουντίων και των Κερασουντίων ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 1935 και ολοκληρώθηκαν τον Ιανουάριο του 1937. Ο Σύλλογος έφερε πια την ονομασία «Σύλλογος Ποντίων Αργοναύται - Κομνηνοί» και η σφραγίδα του είχε κυκλοτερώς την ίδια φράση με το σύμπλεγμα των γραμμάτων ΑΚ στο κέντρο της, ενώ στο κάτω μέρος της αναγραφόταν «Καλλιθέα 1930».

Η αναφορά μας στη δράση που ανέπτυξαν οι "Αργοναύται - Κομνηνοί" είναι επιγραμματική στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου. Καταδεικνύει, ωστόσο, τη σπουδαιότητα, την ποιότητα και τη διάρκεια αυτής της δράσης, αυτής της προσφοράς τους στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Μέλη του εκάστοτε διοικητικού συμβουλίου αποτέλεσαν αστοί κυρίως της καλλιθαϊκής κοινωνίας, οι οποίοι δε δίστασαν να επιχορηγήσουν με ίδιους πόρους το σύλλογο. Ανάμεσά τους ήταν ήδη από τη δεκαετία του 1930 και γυναίκες -στη θέση του γενικού γραμματέα και του αντιπροέδρου-, δείγμα της προοδευτικότητας και της πρωτοπορίας του συλλόγου.

Επιπρόσθετη ώθηση στις προσπάθειές τους έδωσε επίσης η συμπαράσταση του υπουργού Κοινωνικής Πρόνοιας και Αντιλήψεως Λεωνίδα Ιασονίδη, ο οποίος υπήρξε το στήριγμα όλου του προσφυγικού στοιχείου. Με τη σύμφωνη γνώμη του τελευταίου ο σύλλογος απέκτησε μάλιστα στις αρχές της δεκαετίας του 1930 οικόπεδο, όπου και ανεγέρθηκε η πρώτη ιδιόκτητη στέγη, η οποία αποτέλεσε το εχέγγυο για την ευόδωση-πραγματοποίηση των οραμάτων του συλλόγου.

Πρωταγωνιστής ήταν ο σύλλογος στον τομέα της διατήρησης και προβολής της παράδοσης του Πόντου. Ίδρυσε από πολύ νωρίς δραματικό τμήμα (1931) και χορευτικό τμήμα (σχολή χορού και μουσικής, 1933), τα οποία πρωτοστάτησαν στα πολιτιστικά δρώμενα της Αθήνας ήδη από τη δεκαετία του 1940. Τα συγκεκριμένα τμήματα, που λειτουργούν αδιάκοπα μέχρι και σήμερα, αποτέλεσαν την «αιχμή του δόρατος» του συλλόγου, η φήμη του οποίου πολύ γρήγορα ξεπέρασε τα όρια της προσφυγικής Καλλιθέας. Το χορευτικό του συμμετείχε, για παράδειγμα, στις εκδηλώσεις της απελευθέρωσης της Ελλάδας από τους Γερμανούς στο Παναθηναϊκό Στάδιο το 1945 ∙ ταξίδεψε επίσης πολλές φορές στις εστίες του απόδημου Ελληνισμού, συνεργάσθηκε με κορυφαίους έλληνες καλλιτέχνες και δημιουργούς, και απέσπασε διθυραμβικές κριτικές με κορωνίδα την εμφάνιση στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004. Το ίδιο και ο θεατρικός όμιλος που ανέβασε θεατρικά έργα στην ποντιακή σε μεγάλα θέατρα των Αθηνών σε συνεργασία με σημαντικούς συγγραφείς και σκηνοθέτες, όπως τον Δημ. Ψαθά, τον Πόλυ Χάιτα, τον Ερμή Μουρατίδη κ.ά. Δε θα ήταν υπερβολή, επομένως, να ισχυριστεί κανείς ότι «κάθε εμφάνιση του συλλόγου στην Ελλάδα και κάθε εξόρμησή του στο Εξωτερικό δεν ήταν απλώς μια συνηθισμένη εκδήλωση ή περιοδεία αλλά μάθημα θεατρικής (και χορευτικής) παιδείας…».

Αξιοσημείωτη είναι και η φιλανθρωπική δραστηριότητα του συλλόγου, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1940. Μέχρι τότε προσέφερε μικρά χρηματικά βοηθήματα και τρόφιμα σε αναξιοπαθούντες συμπατριώτες της Καλλιθέας. Τα απαραίτητα χρήματα αρωγής εξασφαλίζονταν κατ’ αρχήν με τη διενέργεια εράνων αλλά και με τη διοργάνωση «χορών με τέιο» ή χοροεσπερίδων. Αρωγοί στην προσπάθεια αυτή του συλλόγου υπήρξαν επανειλημμένα ο Δήμος Καλλιθέας καθώς και ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος. Και ο Χρύσανθος αλλά και ο εκάστοτε δήμαρχος Καλλιθέας προσέτρεξαν σε κάθε κάλεσμα του συλλόγου, συνδράμοντας με την καταβολή χρημάτων στην επιβίωση ή την καλύτερη διαβίωση των αναξιοπαθούντων κατοίκων του προσφυγικού οικισμού. 

Πολύ σημαντική όμως, ίσως η σημαντικότερη, πηγή εσόδων για την αξιέπαινη φιλανθρωπική δράση του συλλόγου ήταν οι δωρεές επιφανών και εύπορων Ποντίων της Ελλάδας και κυρίως του Εξωτερικού. Φίλοι του συλλόγου, που στην πορεία ανακηρύχθηκαν δωρητές και ευεργέτες του, προσέφεραν γενναιόδωρα για το σκοπό αυτό σεβαστά χρηματικά ποσά ή υλικά αγαθά (υποδήματα, ρούχα) σε αναγνώριση του κοινωφελούς έργου των ανθρώπων του, οι οποίοι με αυτοθυσία και ανιδιοτέλεια παρείχαν ανεκτίμητη βοήθεια στο συνάνθρωπο, και δη στον πρόσφυγα από τον Πόντο.

«ΑΡΓΩ», η καλαθοσφαιρική ομάδα του συλλόγου (1956, αρχείο Συλλόγου)

Με την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου ο σύλλογος ανέπτυξε ακόμη εντονότερη δράση. Με προκήρυξή του κάλεσε τους Ποντίους των Αθηνών, όλης της χώρας και του εξωτερικού, τις γυναίκες, τα νέα παιδιά και τους επιστήμονες να συστρατευθούν στον κοινό εθνικό αγώνα. Το γενικό κάλεσμα της επιτροπής είχε απήχηση σε πολλούς πατριώτες, οι οποίοι με προθυμία δέχθηκαν να ενισχύσουν το σύλλογο στην πολεμική του προσπάθεια. Οι «Αργοναύται - Κομνηνοί» έγιναν, λοιπόν, το πρώτο ποντιακό σωματείο που απέστειλε βοήθεια στους Έλληνες στρατιώτες στα μέτωπα της Β. Ηπείρου. Συγκρότησε συνεργεία από γυναίκες που έπλεκαν κάλτσες και φανέλες και ετοίμαζαν τα δέματα. Πρότεινε ακόμη, σε συνεργασία με τους βετεράνους οπλαρχηγούς των ανταρτικών σωμάτων του Πόντου (1916-1922), και τη σύσταση εθελοντικών σωμάτων στα πρότυπα των αντίστοιχων στον Πόντο, για την ενίσχυση των δυνάμεων του ελληνικού στρατού.

Ο σύλλογος δε σταμάτησε τον αγώνα ακόμη και όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν όλη τη χώρα. Το διοικητικό του συμβούλιο ξεκίνησε από πολύ νωρίς τα συσσίτια για τα παιδιά (αρχές του 1942). 

Ζήτησε τη βοήθεια από τους ευκατάστατους Ποντίους των Αθηνών, από το Υπουργείο Επισιτισμού και τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό. Με συνέπεια και άψογη οργάνωση τα μέλη του συλλόγου κατάφεραν να θέσουν σε λειτουργία τα συσσίτια τόσο στην Καλλιθέα όσο και στη Δραπετσώνα, σώζοντας έτσι εκατοντάδες παιδιά από την πείνα και το θάνατο. Συνολικά, τα σιτιζόμενα παιδιά στην Καλλιθέα και στη Δραπετσώνα έφθασαν τα 500 (σίτιση μέρα παρά μέρα) στην έναρξη των συσσιτίων. Γρήγορα όμως μετά την απογραφή που διενήργησε ο Ερυθρός Σταυρός για την αποφυγή του άσκοπου διπλοσιτισμού, ο αριθμός των παιδιών περιορίσθηκε στα 300 -στην Καλλιθέα 200 και στη Δραπετσώνα 100-, τα οποία όμως λάμβαναν καθημερινά τη μερίδα τους, ακόμη και τις Κυριακές. Η σωτήρια για τα παιδιά λειτουργία των συσσιτίων διήρκεσε δύο ολόκληρα χρόνια (1942-1944), παρά τα πολλά και ποικίλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο σύλλογος. Παρόμοια μάλιστα εθνωφελή δράση συνεχίσθηκε και στα δύσκολα χρόνια του Εμφυλίου πολέμου. Διανεμήθηκαν τότε ρούχα και υποδήματα, παρατέθηκαν τα περίφημα κυριακάτικα γεύματα (1947-1948), και επίσης στάλθηκαν τα άπορα και καχεκτικά παιδιά της Καλλιθέας σε κατασκηνώσεις στη Δροσιά (Ρωσοχώρι) Αττικής τους θερινούς μήνες (1947-1949).

Θα ήταν παράλειψη ακόμη να μην αναφερθεί και η σοβαρή φιλεκπαιδευτική δραστηριότητα του συλλόγου. Αρκεί να σημειωθεί ότι τον Ιούλιο του 1943 αποφασίσθηκε η έκδοση του λαογραφικού περιοδικού με τίτλο «Χρονικά του Πόντου». Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και η συντακτική επιτροπή απηύθυναν έκκληση στον πνευματικό κόσμο της εποχής για βοήθεια και συμμετοχή με αξιόλογα άρθρα με σκοπό να «περισώσουν όλους τους πολύτιμους θησαυρούς, όλον τον συμπυκνωμένον υγιά πολιτισμό, απόσταγμα της πανανθρώπινης γνώσης των αιώνων». Ο ενθουσιασμός και η πίστη τους για την επιτυχία και τη σημασία του εγχειρήματός τους απορρέει από το περιεχόμενο του πρώτου άρθρου με τίτλο «Προς νέες εξορμήσεις». Σ’ αυτό, μεταξύ των άλλων, σημειώνονταν τα ακόλουθα:
«Με χαρά μας προβαίνομε στην έκδοση των “Χρονικών του Πόντου”. Είμαστε βέβαιοι, πως το ίδιο συναίσθημα δοκιμάζουν κι όλοι οι συμπατριώτες μας… Τα “Χρονικά του Πόντου” μαζί με το “Αρχείον Πόντου”, τα “Ποντιακά Φύλλα” και όλα τα άλλα όμοια έντυπα βιβλία και περιοδικά, θ’ αποτελέσουν την “ιερά κιβωτό” μέσα στην οποία θα περισώσωμεν και θα διαφυλάξομε τα προγονικά μας κειμήλια, τους ατίμητους θησαυρούς μας, τα όσια και τα ιερά μας… Καλούμε λοιπόν σε συναγερμό και παρακαλούμε θερμά όλους τους συμπατριώτες μας: τους λογίους Ποντίους… τους εύπορους… το πολύ ποντιακό κοινό… Θα δείξομε έτσι, πως ξέρομε να εκτιμούμε την ιστορία μας, πως ξέρομε να σεβόμαστε και να τιμούμε τους προγόμους μας, πως είμαστε πραγματικά άξιοι απόγονοί τους… Θέλομε να πιστεύομε πως και στη νέα μας αυτή εξόρμηση θα μας ακολουθήσουν μ’ ενθουσιασμό όλοι οι συμπατριώτες μας».

Παρά τις αντίξοες συνθήκες (υποτίμηση δραχμής, δυσκολία στη διάθεση του περιοδικού και στην είσπραξη των συνδρομών λόγω των περιορισμών στις μετακινήσεις από τις δυνάμεις Κατοχής), κατάφεραν τελικά να εκδώσουν 24 τεύχη, το περιεχόμενο των οποίων εξακολουθεί και σήμερα να είναι πολύτιμο για τους ερευνητές.

Ο Σύλλογος διοργάνωσε ακόμη πλήθος ομιλιών στην αίθουσα του περίφημου ιστορικού συλλόγου «Παρνασσός» στις δεκαετίες 1940, 1950 και 1960. Διακεκριμένοι πολιτικοί και διανοούμενοι όπως: ο Λ. Ιασονίδης, ο Οδ. Λαμψίδης, ο Πολ. Ενεπεκίδης, Ξεν. Άκογλου κ.ά. ανταποκρίθηκαν τότε στην πρόσκληση. Η δραστηριότητα αυτή συνεχίζεται και στις ημέρες μας με παρουσιάσεις βιβλίων και διαλέξεις.

Οι Αργοναύται - Κομνηνοί δεν υστέρησαν ούτε και στον τομέα του αθλητισμού. Υιοθέτησαν για δεκαπέντε χρόνια περίπου τον ποδοσφαιρικό σύλλογο «Φοίνιξ» Καλλιθέας (1932-1947), ενώ το 1949 ανήγγειλαν ότι εν τη προσπάθεία τους να εξυπηρετήσουν αποκλειστικώς την Ποντιακήν Νεολαίαν, ίδρυσαν Τμήμα Αθλητικών Παιδιών…» με έμφαση την καλαθόσφαιρα. Μέχρι και το 1962 οι ομάδες καλαθοσφαίρισης παίδων, εφήβων, ανδρών και γυναικών με την επωνυμία «ΑΡΓΩ» αγωνίσθηκαν αρχικά στο ιδιόκτητο γήπεδο του συλλόγου και από το 1956 στο γήπεδο του Εσπέρου, κατορθώνοντας να κερδίσουν το σεβασμό μεγάλων ομάδων του λεκανοπεδίου, όπως προκύπτει από το περιοδικό του ΣΕΓΑΣ αλλά και από τον Τύπο. Η έναρξη όμως των εργασιών ανέγερσης του μεγάρου του συλλόγου στη θέση του γηπέδου (1956), οδήγησε σε άδοξο τέλος το αθλητικό τμήμα.

Η τόσο σημαντική παρουσία και δράση του συλλόγου, την οποία πολύ συνοπτικά περιγράψαμε, δεν ήταν δυνατό να μην εκτιμηθεί από το ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της χώρας. Έτσι, το 1957 η Ακαδημία βράβευσε τους "Αργοναύτες - Κομνηνούς για τη μεγάλη προσφορά τους στη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και εν γένει για τη δράση τους και την προσφορά τους στην πατρίδα.

Σήμερα ο σύλλογος συνεχίζει με την ίδια ζέση και ενθουσιασμό την επίτευξη των καταστατικών του σκοπών. Είναι αλήθεια όμως ότι οι εποχές έχουν αλλάξει. Οι ανάγκες και οι απαιτήσεις της νέας γενιάς είναι διαφορετικές. Και πάλι όμως οι "Αργοναύται - Κομνηνοί" αποδεικνύουν ότι αντιλαμβάνονται την επιτακτική ανάγκη της αλλαγής, της προσαρμογής στα νέα δεδομένα. Μένουν πιστοί στην παράδοση, αλλά από την άλλη πρωτοπορούν, δίνοντας μεγάλη σημασία στους νέους και έμφαση στη συμμετοχή αυτών τόσο στις επιτροπές των τμημάτων τους όσο και στην έρευνα της λαογραφίας και της ιστορίας των Ελλήνων του Πόντου. Απόδειξη τούτου είναι ότι ο σύλλογος χορηγεί πλέον υποτροφίες σε νέους ιστορικούς, μουσικούς, ανθρωπολόγους, κοινωνιολόγους που ασχολούνται με τον Ποντιακό Ελληνισμό. Ευχή όλων είναι η αξιέπαινη και πολυσχιδής δράση του συλλόγου να συνεχισθεί και να βρει και άλλους μιμητές εντός της σωματειακής οργάνωσης του Ποντιακού Ελληνισμού.